Τρίτη 4 Ιανουαρίου 2011

Το τρένο της μεγάλης...απομόνωσης!!!

Το 1897, κατά τον ατυχή (σύμφωνα με ένα ήπιο χαρακτηρισμό) πόλεμο με την, παραπαίουσα τότε υπερδύναμη, Τουρκία, η περιοχή της Βόρειας Φθιώτιδας αποτέλεσε ένα από τα κυριότερα πεδία μαχών όπου ο άφρων, ανοργάνωτος ανεκπαίδευτος αλλά φιλόδοξος ελληνικός στρατός θέλησε να δώσει την  τελική μάχη προς ανάσχεση των Τουρκικών δυνάμεων. Τα παλιά σύνορα του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους αποτέλεσαν την όριο γραμμή όπου η ηγεσία των Ελληνικών δυνάμεων ήλπιζε ότι θα άλλαζε την ως τότε τροπή του πολέμου. Μάταια! Η τουρκική επιθετική ορμή ήταν τέτοια, ώστε κατάφερε να ανατρέψει την όποια ελληνική αντίσταση. Επακόλουθο, της όλης αυτής αρνητικής εξέλιξης ήταν η υπογραφή συνθήκης ειρήνης στη περιοχή «Ταράτσα» Λαμίας, που σήμαινε και το τέλος του εφιάλτη, ο οποίος άρχιζε να προβάλλει: την διάλυση του Ελληνικού κράτους.
Έχουν περάσει από τότε 113 χρόνια και η φήμη αυτού του τόπου πραγματικά άρχισε να φθίνει αποτελώντας σιγά – σιγά μία ακόμη επαρχία της Ελλάδας η οποία κουβαλά τα δεινά του νεολληνικού κράτους. Αστυφιλία, ανεργία, ανάπτυξη, πολιτισμική στασιμότητα, απομόνωση. Το μόνο για το οποίο είχαν να καυχώνται οι κάτοικοι της επαρχίας Δομοκού ήταν η δυνατότητα της σιδηροδρομικής προσπέλασης προς Βορρά και Νότο με την ίδια ευκολία. Η δεδομένη απόσταση της επαρχίας από τον άξονα της Εθνικής Οδού Αθηνών – Θεσσαλονίκης δεν αποτέλεσε τροχοπέδη για την όποια ανάπτυξη, μέχρι σήμερα, αφού τα δρομολόγια των τρένων ήταν τέτοια που επέτρεπαν την σταθερή, έγκαιρη και έγκυρη συγκοινωνία με την πρωτεύουσα και την συμπρωτεύουσα της χώρας.
Εξάλλου η εδαφική μορφολογία της περιοχής την καθιστούσε οδικά απομονωμένη, ακόμη και από την πρωτεύουσα του νομού αφού η απόσταση των 35 χιλιομέτρων σε συνδυασμό με την ανάβαση – κατάβαση του ορεινού όγκου της Όθρυος αποτελούσε, πρωτίστως ψυχολογικό εμπόδιο, και ωθούσε τον πληθυσμό, στην κάλυψη των αναγκών του είτε στα Φάρσαλα, ή στην Καρδίτσα είτε τέλος στην Λάρισα.
Από την στιγμή που ξεκίνησε η, επιβεβλημένη κατά τα άλλα, εξυγίανση του Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδας, πολλά τραγελαφικά συμβαίνουν, καθιστώντας την εξυγίανση σαν πικρόχολο ανέκδοτο! Το κυριότερο και πιο ανησυχητικό ήταν η απενεργοποίηση του Σ.Σ Δομοκού, η αραίωση των δρομολογίων και παντελής έλλειψη συρμών που σταματούν στον υπ’ όψη σταθμό καθιστώντας τους κατοίκους της, σίγουρα μη ακριτικής περιοχής, σαν κατοίκους  της άγονης γραμμής.
Φαινόμενα να σταματούν τα τρένα κάνοντας οτοστόπ μόνο γελοία μπορούν να χαρακηριστούν! Αλλά γίνονται πικρά συμβάντα όταν οι συρμοί δεν σταματούν, αφήνοντας απεγνωσμένους και αποσβολωμένους επιβάτες στην αποβάθρα να περιμένουν τι; Το ταξί να έρθει από το Νέο Μοναστήρι ή τον Δομοκό το οποίο με μεγάλο κόστος θα τους μεταφέρει στο Σ.Σ Παλαιοφαρσάλου, μετατρέποντας το ταξίδι με το τρένο σαν ταξίδι με το εξπρές του μεσονυκτίου.
Η εικόνα του Σ.Σ Δομοκού πλήρως απογοητευτική. Εικόνα παντελούς εγατάλειψης. Τα πάντα σφραγισμένα στο όνομα της περιστολής δαπανών και της οικονομικής ανασυγκρότησης της χώρας. Μόνο οι στιχομυθίες από τους ενεργοποιημένους ασυρμάτους σε προϊδεάζει ότι το συγκεκριμένο μέρος είναι εγκατάσταση του Ο.Σ.Ε, πλην όμως η εικόνα του υπαλλήλου να προσέρχεται με πυζάμες και παντόφλα για να ταϊσει τα αδέσποτα γατιά του σταθμού, σε κάνει να σκεφτείς ότι ακόμη και στο Περού ή στο Εκουαδόρ (αναπτυσσόμενες χώρες) , υπάρχουν σταθμοί και τρένα τα οποία ταξιδεύουν στα 4000 μέτρα υψόμετρο, χωρίς να παρατηρούνται τέτοιες εικόνες.
Σίγουρα είναι απορίας άξιο πώς αναλογίζονται κάποιοι την οικονομική εξυγίανση και ανασυγκρότηση της χώρας. Όσοι με τους αγώνες όλου το ελληνικού λαού προσπάθησαν μέχρι σήμερα να εξασφαλίσουν ώστε ο  Έλλην πολίτης να έχει μία στοιχειώδη συγκοινωνία, θα κλαίνε με μαύρο δάκρυ βλέποντας την συγκεκριμένη κατάσταση. Η Κεντρική Ελλάδα θυμίζει νησί της άγονης γραμμής, ή κορυφογραμμή της Πίνδου, από την δυσκολία μετακίνησης και την απομόνωση που αυτή επιφέρει.
Σε όλες τις παραπάνω εικόνες ήμουν αυτόπτης μάρτυρας την Κυριακή 26/12/2010. Και παρότι έχουν περάσει τόσες ημέρες από τότε, γράφοντας τούτες τις γραμμές, προοπτική δεν βλέπω. Μόνο κοιτάζοντας τριγύρω στα βουνά, μέσα στην γκριζοπράσινη αχλύ που τα περιβάλλει, βλέπω τα γιδόστρατα να χαρακώνουν τα βουνά και μου δίνουν τη εικόνα μιας Ελλάδας, ξεχασμένης, άχρωμης και άγευστης όσο και την περίοδο του μεσοπολέμου. Γιατί εκεί μας φτάσανε!!!

1 σχόλιο:

  1. Αυτοί που αναλογίζονται την οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας διά της μεθόδου της περικοπής δαπανών σε πολλές χαίνουσες πληγές της ελληνικής οικονομίας, είναι "ολίγιστοι" κατά την πετυχημένη έκφραση του Γιανναρά. Είναι ολίγιστοι, σαν τους "ολίγιστους" που διετέλεσαν νομάρχες Φθιώτιδος, ή σαν τους ολίγιστους που εκλέχτηκαν δήμαρχοι και θα διοικήσουν τους νέους καλλικρατικούς δήμους. Και η ειρωνεία ποιά είναι: ότι όταν εισήχθησαν ο θεσμός του αιρετού νομάρχη πρώτα και ακολούθως του αιρετού περιφερειάρχη, συνοδεύτηκαν από μεγαλοστομίες περί επιλογής των αρίστων, και πολιτικής κατάκτησης και δικαίωσης. Αν οι πολίτες του νομού Φθιώτιδος διέκριναν κάποια διαφορά μεταξύ των διορισμένων νομαρχών και των εκλεγμένων συναδέλφων τους να μού το πουν και μένα. Εγώ πάντως ουδέν διέκρινα. Καλά αυτά τα μεγαλόπνοα σχέδια περί "βαθέματος" και "πλατέματος" της δημοκρατίας, αλλά η δημοκρατία δεν επιβάλλεται άνωθεν. Όταν αχυράνθρωπους εκθέτουν ως υποψήφιους τα κόμματα, αχυράνθρωποι εκλέγονται. Το ίδιο γίνεται και με τα διαμάντια.

    Και κάτι ακόμη εντελώς σημειολογικό: όταν το ίδιο πολιτικό σύστημα θεσμοθέτησε την αλλαγή της γλώσσας από την καθαρεύουσα στην δημοτική και άλλαξε την ορθογραφία της λέξης "τραίνο" με την επικρατούσα "τρένο", όταν δηλαδή στο πιο απλό πράγμα από την κυρίαρχη πολιτική και πνευματική ελίτ δεν υπάρχει κοινή λογική, περιμένεις εσύ αγαπητέ Κώστα να υπάρξει κατανόηση στον αν θα μείνει ολόκληρη επαρχία με μειωμένη συγκοινωνιακή πρόσβαση; Και η μεγαλύτερη ειρωνεία: τα παιδιά μας θα μαθαίνουν στα Αγγλικά ότι η λέξη "train" αντιστοιχεί στην ελληνική λέξη "τρένο" , που κατάργησε την έως κάποτε αποδιδόμενη έννοια με την λέξη "τραίνο". Ενώ οι χαζο-Αγγλοαμερικάνοι που πήραν ολόκληρη την ελληνική λέξη "ανάλυσις" και την άφησαν ως έχει, απλώς της άλλαξαν χαρακτήρες, δεν είχαν τέτοια έγνοια για την γλώσσα τους.

    Τσιούνης Ηρακλής

    ΑπάντησηΔιαγραφή