Από το 1821 έχουν περάσει πολλά χρόνια. Χρόνια δύσκολα, πεινασμένα, αγωνιστικά, προοδευτικά, ευτυχισμένα, τραγικά. Σίγουρα, όλοι οι Έλληνες έχουν να θυμούνται ευχάριστες και δυσάρεστες στιγμές. Αργά αλλά σταθερά, το καραβάκι που λέγεται Ελλάδα, τράβαγε μπροστά, αν και ταλαντευόταν σαν καρυδότσουφλο στον απέραντο και τρικυμισμένο ωκεανό σε αναζήτηση του απάνεμου λιμανιού. Στο δρόμο της πάντα υπήρχαν, πειρατές, σκυλόψαρα και πλανεύτρες ακρογιαλιές, αλλά το ταξίδι, λες και ήταν βγαλμένο από την Οδύσσεια, διαρκούσε, γιατί υπήρχε η Ιθάκη.
Μα τα θεριά σκαρφίστηκαν ένα κόλπο για να κατασπαράξουν το καραβάκι που λέγεται Ελλάδα. Να πείσουν το πλήρωμα ότι έφθασαν επιτέλους στην Ιθάκη και το ταξίδι είναι περιττό. Ότι δεν χρειάζονταν να θαλασσοπνίγονται. Παλιά, όμως υπήρχαν καπεταναίοι δυνατοί, με άντερα. Όταν έβλεπαν την ανταρσία να' ρχεται φοβέριζαν, έταζαν, πέταγαν και μερικούς στη θάλασσα και το πλοίο ερχόταν στα ίσα του, παράδεισος πειθαρχίας και σύμπνοιας. Κάθε 20 - 25 χρόνια, έπιανε βάρδια κάποιος καλός καπετάνιος, που νοικοκύρευε το καραβάκι, το καλαφάτιζε, το έβαφε, το έκανε καινούριο και το έριχνε στη θάλασσα, να ταξιδέψει τον κόσμο του με ασφάλεια.
Αλλά τα θεριά, το κατάλαβαν κι αυτό! Αν ήθελαν το καραβάκι να πιάσει πάτο έπρεπε να φάνε τον καλό τον καπετάνιο. Γιατί χωρίς καπετάνιο, η βαρδια δεν θα πιάνει πόστο, αλλά θα πέφτει για ύπνο, φασίνα δεν θα γίνεται, ο τιμονιέρης θα κοιμάται στην γέφυρα και οι ξέρες θα κομματιάσουν το δύσμοιρο το καραβάκι. Έτσι δούλεψαν, τα καταχθόνια θεριά: πλάνεψαν το πλήρωμα και του έταξαν ακρογιαλιές και απολαύσεις, διέλυσαν την ομοψυχία του τσούρμου. τους έκαναν όλους τεμπέληδες και μπεκρήδες, μα πάνω από όλα τους έκαναν αχάριστους και αλόγιστους και τους ικανούς καπεταναίους τους απέρριψαν, διαλλέγοντας αυτούς που ξέραν την ρώτα για τα λιμάνια με τα καλά τα καπηλειά και τις μαργιόλες γυναίκες.
Έτσι το καραβάκι, από φρεγάτα γερή και λυγερή κατάντησε μαούνα, να την βλέπεις και να την κλαις. Εδώ και 37 χρόνια κανένας καπετάνιος καλός. Πάντα λαοπλάνοι και υποκριτές, μπερδεύουν το τσούρμο και το οδηγούν στον δρόμο της Κακίας. Το εμπόρευμα φαγώθηκε, δεν υπάρχει πλέον τρόπος να πληρωθούν οι ταβερνιάρηδες και οι νταβατζήδες. Το μόνο που υπάρχει είναι η παλιά μαούνα, σάπια και μισοβυθισμένη στα ρηχά που την προσάρραξαν οι ανάξιοι και ανίκανοι "καπετάνιοι". Πάτο είχαν πιάσει και αυτοί έκαναν κρουαζιέρες και ρίχναν βεγγαλικά. Και τα θεριά γελούσαν χαιρέκακα, με δόλια ικανοποίηση για τα σχέδιά τους που πέτυχαν και βύθισαν το καραβάκι.
Μα δεν χρειάζονται πολλοί! Κανα δυο χρειάζονται! Να κοιταχτούν στην θάλασσα την βαλτωμένη, να δουν την κατάντια τους και να πουν: "Ως εδώ!". Και να πιάσουν ένα, όχι περισσότερους, αλλά μόνο ένα, καλό και άξιο παλλικάρι που να μπορεί να λάμνει με σιγουριά και γνώση. Που να μην φοβάται τα θεριά και τις φουσκοθαλασσιές. Που να μπορεί να ξεκολλήσει το καράβι από τις ξέρες και να φουντάρει στη θάλασσα όλη τη φύρα του τσούρμου, ώστε το καραβάκι να ξανοιχτεί και πάλι, φρεγάτα τρομερή και οπλισμένη να αντιμετωπίσει τους πειρατές και τα θεριά, γιατί θα έχει ψυχωμένους ναύτες και τιμονιέρηδες καλούς.
Έναν θέλει! Όχι όμως, απ' αυτούς που καμώνονται ότι είναι ιδανικοί, αλλά από τους άλλους με μυαλό και άντερα και στομάχι δυνατό, αποφασισμένο να τα βγάλει πέρα. Γιατί είμαστε πολλοί έτσι και θέλουμε έναν να μας μαζέψει και να μας εμπνεύσει. Και όταν όλοι θα σταθούμε με αποφασιστικότητα και αντρειοσύνη στο κατάστρωμα, με τα σπαθιά και τις πιστόλες στα χέρια, ας δούμε πιο πειρατικό θα μας ζυγώσει! Γιατί εμείς στους πειρατές, σαν θαλασσινοί που είμαστε, ξέρουμε τι τους πρέπει και αυτό θα τους δώσουμε. Φωτιά και τσεκούρι!!!
Μόνο στο μυαλό μας να έχουμε τα λόγια του ποιητή που και τα θεριά τίμησαν, γιατί τα έλεγε καλά και τον φοβήθηκαν. Αθάνατε Ελύτη, ξύπνα μας και σηκωσέ μας ψηλά:
Ήρθαν ντυμένοι "φίλοι"
αμέτρητες φορές οι εχθροί μου
το παμπάλαιο χώμα πατώντας.
Και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με την φτέρνα τους.
έφεραν το Σοφό, τον οικιστή και τον Γεωμέτρη,
Βίβλους γραμμάτων και αριθμών,
την πάσα Υποταγή και Δύναμη,
το παμπάλαιο φως εξουσιάζοντας.
Και το φως δεν έδεσε ποτέ με την σκέπη τους.
Ούτε μέλισσα καν δεν γελάστηκε το χρυσό ν' αρχινίσει παιχνίδι.
ούτε ζέφυρος καν, τις λευκές να φουσκώσει ποδιές.
Έστησαν και θεμελείωσαν
στις κορφές, στις κοιλάδες, στα πόρτα
πύργους κραταιούς και επαύλεις
ξύλα και άλλα πλεούμενα,
τους Νόμους, τους θεσπίζοντας τα καλά και συμφέροντα,
στο παμπάλαιο μέτρο εφαρμόζοντας.
Και το μέτρο δεν έδεσε ποτέ με τη σκέψη τους.
Ούτε καν χνάρι θεού στην ψυχή τους σημάδι δεν άφησε.
ούτε καν ένα βλέμμα ξωθιάς τη μιλιά τους δεν είπε να πάρει.
Έφτασαν ντυμένοι "φίλοι"
αμέτρητες φορές οι εχθροί μου, τα παμπάλαι δώρα προσφέροντας.
και τα δώρα τους άλλα δεν ήτανε παρά μόνο σίδερο και φωτιά.
Ήρθαν με τα χρυσά σειρήτια
τα πετεινά του βορρά και της ανατολής τα θηρία!
Και τη σάρκα μου στα δύο μοιράζοντας και στερνά στο συκώτι μου επάνω ερίζοντας έφυγαν.
"Γι' αυτούς είπαν ο καπνός της θυσίας και για μας της φήμης ο καπνός αμήν"
και την ηχώ σταλμένη από τα περασμένα όλοι ακούσαμε και γνωρίσαμε.
Την ηχώ ακούσαμε γνωρίσαμε ξανά με στεγνή φωνή τραγουδίσαμε:
Για μας, το ματωμένο σίδερο και τριπλά εργασμένη προδοσία
Για μας η αυγή στο χάλκωμα και τα δόντια σφιγμένα ως την ώρα την ύστερη
ο δόλος και τ' αόρατο γαγγαμο.
Για μας το σύρσιμο της γης ο κρυφός όρκος μές στα σκοτεινά, των ματιών η απονιά
κι η ποτε καμιά, καμιά Ανταπόδοση.
Αδελφοί μας εγέλασαν!
"Γι' αυτούς, είπαν ο καπνός της θυσίας και για μας της φήμης ο καπνός αμήν".
Αλλά συ μες το χέρι μας το λυχνο του άστρου με το λόγο σου άναψες, του αθώου στόμα
θύρα της Παράδεισος!
Την ισχύ του καπνού στο μέλλον βλέπουμε της πνοής σου παίγνιο και το κράτος και τη βασιλεία του!
Μα τα θεριά σκαρφίστηκαν ένα κόλπο για να κατασπαράξουν το καραβάκι που λέγεται Ελλάδα. Να πείσουν το πλήρωμα ότι έφθασαν επιτέλους στην Ιθάκη και το ταξίδι είναι περιττό. Ότι δεν χρειάζονταν να θαλασσοπνίγονται. Παλιά, όμως υπήρχαν καπεταναίοι δυνατοί, με άντερα. Όταν έβλεπαν την ανταρσία να' ρχεται φοβέριζαν, έταζαν, πέταγαν και μερικούς στη θάλασσα και το πλοίο ερχόταν στα ίσα του, παράδεισος πειθαρχίας και σύμπνοιας. Κάθε 20 - 25 χρόνια, έπιανε βάρδια κάποιος καλός καπετάνιος, που νοικοκύρευε το καραβάκι, το καλαφάτιζε, το έβαφε, το έκανε καινούριο και το έριχνε στη θάλασσα, να ταξιδέψει τον κόσμο του με ασφάλεια.
Αλλά τα θεριά, το κατάλαβαν κι αυτό! Αν ήθελαν το καραβάκι να πιάσει πάτο έπρεπε να φάνε τον καλό τον καπετάνιο. Γιατί χωρίς καπετάνιο, η βαρδια δεν θα πιάνει πόστο, αλλά θα πέφτει για ύπνο, φασίνα δεν θα γίνεται, ο τιμονιέρης θα κοιμάται στην γέφυρα και οι ξέρες θα κομματιάσουν το δύσμοιρο το καραβάκι. Έτσι δούλεψαν, τα καταχθόνια θεριά: πλάνεψαν το πλήρωμα και του έταξαν ακρογιαλιές και απολαύσεις, διέλυσαν την ομοψυχία του τσούρμου. τους έκαναν όλους τεμπέληδες και μπεκρήδες, μα πάνω από όλα τους έκαναν αχάριστους και αλόγιστους και τους ικανούς καπεταναίους τους απέρριψαν, διαλλέγοντας αυτούς που ξέραν την ρώτα για τα λιμάνια με τα καλά τα καπηλειά και τις μαργιόλες γυναίκες.
Έτσι το καραβάκι, από φρεγάτα γερή και λυγερή κατάντησε μαούνα, να την βλέπεις και να την κλαις. Εδώ και 37 χρόνια κανένας καπετάνιος καλός. Πάντα λαοπλάνοι και υποκριτές, μπερδεύουν το τσούρμο και το οδηγούν στον δρόμο της Κακίας. Το εμπόρευμα φαγώθηκε, δεν υπάρχει πλέον τρόπος να πληρωθούν οι ταβερνιάρηδες και οι νταβατζήδες. Το μόνο που υπάρχει είναι η παλιά μαούνα, σάπια και μισοβυθισμένη στα ρηχά που την προσάρραξαν οι ανάξιοι και ανίκανοι "καπετάνιοι". Πάτο είχαν πιάσει και αυτοί έκαναν κρουαζιέρες και ρίχναν βεγγαλικά. Και τα θεριά γελούσαν χαιρέκακα, με δόλια ικανοποίηση για τα σχέδιά τους που πέτυχαν και βύθισαν το καραβάκι.
Μα δεν χρειάζονται πολλοί! Κανα δυο χρειάζονται! Να κοιταχτούν στην θάλασσα την βαλτωμένη, να δουν την κατάντια τους και να πουν: "Ως εδώ!". Και να πιάσουν ένα, όχι περισσότερους, αλλά μόνο ένα, καλό και άξιο παλλικάρι που να μπορεί να λάμνει με σιγουριά και γνώση. Που να μην φοβάται τα θεριά και τις φουσκοθαλασσιές. Που να μπορεί να ξεκολλήσει το καράβι από τις ξέρες και να φουντάρει στη θάλασσα όλη τη φύρα του τσούρμου, ώστε το καραβάκι να ξανοιχτεί και πάλι, φρεγάτα τρομερή και οπλισμένη να αντιμετωπίσει τους πειρατές και τα θεριά, γιατί θα έχει ψυχωμένους ναύτες και τιμονιέρηδες καλούς.
Έναν θέλει! Όχι όμως, απ' αυτούς που καμώνονται ότι είναι ιδανικοί, αλλά από τους άλλους με μυαλό και άντερα και στομάχι δυνατό, αποφασισμένο να τα βγάλει πέρα. Γιατί είμαστε πολλοί έτσι και θέλουμε έναν να μας μαζέψει και να μας εμπνεύσει. Και όταν όλοι θα σταθούμε με αποφασιστικότητα και αντρειοσύνη στο κατάστρωμα, με τα σπαθιά και τις πιστόλες στα χέρια, ας δούμε πιο πειρατικό θα μας ζυγώσει! Γιατί εμείς στους πειρατές, σαν θαλασσινοί που είμαστε, ξέρουμε τι τους πρέπει και αυτό θα τους δώσουμε. Φωτιά και τσεκούρι!!!
Μόνο στο μυαλό μας να έχουμε τα λόγια του ποιητή που και τα θεριά τίμησαν, γιατί τα έλεγε καλά και τον φοβήθηκαν. Αθάνατε Ελύτη, ξύπνα μας και σηκωσέ μας ψηλά:
Ήρθαν ντυμένοι "φίλοι"
αμέτρητες φορές οι εχθροί μου
το παμπάλαιο χώμα πατώντας.
Και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με την φτέρνα τους.
έφεραν το Σοφό, τον οικιστή και τον Γεωμέτρη,
Βίβλους γραμμάτων και αριθμών,
την πάσα Υποταγή και Δύναμη,
το παμπάλαιο φως εξουσιάζοντας.
Και το φως δεν έδεσε ποτέ με την σκέπη τους.
Ούτε μέλισσα καν δεν γελάστηκε το χρυσό ν' αρχινίσει παιχνίδι.
ούτε ζέφυρος καν, τις λευκές να φουσκώσει ποδιές.
Έστησαν και θεμελείωσαν
στις κορφές, στις κοιλάδες, στα πόρτα
πύργους κραταιούς και επαύλεις
ξύλα και άλλα πλεούμενα,
τους Νόμους, τους θεσπίζοντας τα καλά και συμφέροντα,
στο παμπάλαιο μέτρο εφαρμόζοντας.
Και το μέτρο δεν έδεσε ποτέ με τη σκέψη τους.
Ούτε καν χνάρι θεού στην ψυχή τους σημάδι δεν άφησε.
ούτε καν ένα βλέμμα ξωθιάς τη μιλιά τους δεν είπε να πάρει.
Έφτασαν ντυμένοι "φίλοι"
αμέτρητες φορές οι εχθροί μου, τα παμπάλαι δώρα προσφέροντας.
και τα δώρα τους άλλα δεν ήτανε παρά μόνο σίδερο και φωτιά.
Ήρθαν με τα χρυσά σειρήτια
τα πετεινά του βορρά και της ανατολής τα θηρία!
Και τη σάρκα μου στα δύο μοιράζοντας και στερνά στο συκώτι μου επάνω ερίζοντας έφυγαν.
"Γι' αυτούς είπαν ο καπνός της θυσίας και για μας της φήμης ο καπνός αμήν"
και την ηχώ σταλμένη από τα περασμένα όλοι ακούσαμε και γνωρίσαμε.
Την ηχώ ακούσαμε γνωρίσαμε ξανά με στεγνή φωνή τραγουδίσαμε:
Για μας, το ματωμένο σίδερο και τριπλά εργασμένη προδοσία
Για μας η αυγή στο χάλκωμα και τα δόντια σφιγμένα ως την ώρα την ύστερη
ο δόλος και τ' αόρατο γαγγαμο.
Για μας το σύρσιμο της γης ο κρυφός όρκος μές στα σκοτεινά, των ματιών η απονιά
κι η ποτε καμιά, καμιά Ανταπόδοση.
Αδελφοί μας εγέλασαν!
"Γι' αυτούς, είπαν ο καπνός της θυσίας και για μας της φήμης ο καπνός αμήν".
Αλλά συ μες το χέρι μας το λυχνο του άστρου με το λόγο σου άναψες, του αθώου στόμα
θύρα της Παράδεισος!
Την ισχύ του καπνού στο μέλλον βλέπουμε της πνοής σου παίγνιο και το κράτος και τη βασιλεία του!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου