«Σε κλαίνε χώρες και χωριά
Σε κλαίνε βιλαέτια
Σε κλαίει κι η Ντρομπολιτζά
μαζί με την Αθήνα»
Στις 4 Φεβρουαρίου του 1843, στην Ελλάδα σκοτείνιασε ο ήλιος! Τη μέρα αυτή, έφυγε για πάντα από τη ζωή, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Γέρος του Μωριά, ο άνθρωπος που αφιέρωσε τη ζωή του στην απελευθέρωση το Γένους από τους Οθωμανούς Τούρκους.
Ό,τι και να γράψει κι ό,τι και να πει κανείς γι’ αυτόν είναι ελάχιστο μπροστά στην αποδεδειγμένη αξία ενός τέτοιου άνδρα…
Ας τον αφήσουμε, λοιπόν, να μιλήσει με τη δωρική τπου λιτότητα, ο ίδιος μέσα από τα Απομνημονεύματά του, που τον βοήθησε να συγγράψει, ο εκ των δικαστών του Γεώργιος Τερτσέτης, που αρνήθηκε να βάλει την υπογραφή του στην καταδικαστική σε θάνατο του Κολοκοτρώνη απόφαση, στα χρόνια της Αντιβασιλείας.
Ας αφήσουμε να μιλήσουν γι’ αυτόν άνθρωποι που τον έζησαν και τον γνώρισαν, τις μέρες του Μεγάλου Ξεσηκωμού, κι αργότερα όταν με τον αγώνα και το αίμα του η Ελλάδα πήρε τη θέση της ανάμεσα στα σύγχρονα κράτη.
Η γέννησή του
«Εγεννήθηκα εις τα 1770, Απριλίου 3, την δευτέραν της Λαμπρής. Η αποστασία της Πελοποννήσου έγινε εις τα 1769. Εγεννήθηκα εις ένα βουνό, εις ένα δένδρο αποκάτω, εις την παλαιάν Μεσσηνίαν, ονομαζόμενον Ραμαβούνι»
(Γεωργίου Τερτσέτη, Κολοκοτρώνη Απομνημονεύματα)
(Γεωργίου Τερτσέτη, Κολοκοτρώνη Απομνημονεύματα)
Η όψη του
«Αδύνατη και μαυρειδερή. Μάτια βαθουλά, ματιά σκληρή και δυνατή. Μεγάλο μουστάκι μαύρο, γερακωτή μεγάλη μύτη. Μαλλιά μακρυά κυματιστά (τσαμπάς). Μικρό κόκκινο φέσι στραβοφορεμένο. Τέλος, πρόσωπο που χτυπάει και ξαφνίζει, και που του κάκου θα γύρευε κανείς, να βρει σ’ έναν Ευρωπαίο το ταίρι του».
(Memoires du Colonel Voutier, Paris, 1823, σ. 265)
«Σκοπελοπρόσωπος! Η όψη του η αγριωπή, η σκαμμένη από των καιρών το πέρασμα, η χαλασμένη από του πολέμου την οργή, η ανήσυχη από του νου του την αστραπή, που ‘φεγγε στη ματιά του άσβυστη, έμοιαζε με βράχο που τονέ δέρνουνε τα κύματα»
(Π.Σούτσος, Λόγος Πανηγυρικός, 1846, σ. 12)
Ο πόνος της Πατρίδας
«Ζώντας στη Ζάκυνθο γύριζε συχνά τα μάτια κι αγνάντευε τα βουνά του Μωριά. «-Αχ, έλεγε, δεν θα ξανάρθη πάλι το σεφέρι [Σ.σ. ο πόλεμος]; Δε θ’ αντιλαλήση πάλι στης ράχες του Μωριά το ντουφέκι το Κολοκοτρωναίϊκο;» »
(Memoirs du Colonel Voutier, Paris, 1823, σ. 266)
«Εσυνείθιζε και έπαιρνε τον Κουλίνον μικρόν την ηλικίαν και ανέβαιναν από την Παναγίαν του Πικρίδ τον δρόμον του Κάστρου, εις Ζάκυνθον, του έδειχνε την Πελοπόννησον και τα βουνά τη και του έλεγε: «-Εκεί έζησαν οι προπάτορές μας, τώρα η γη εκείνη στενάζει εις τον ζυγόν…» »
(Γεωργίου Τερτσέτη, Απομνημονεύματα)
Η φούντα του σπαθιού
«Όσαις φοραίς και αν εγράφη εις ξένην στρατιωτικήν υπηρεσίαν, δεν εκρέμασε ποτέ φούντα εις το σπαθί του, εξηγών κατά γράμμα του πολεμιστηρίου άσματος του Ρήγα:
Κάλλιο για την πατρίδα κανένας να χαθή,
Ή να κρεμάση φούντα για ξένον στο σπαθί!»
(Γεωργίου Τερτσέτη, Απομνημονεύματα)
Του Θεού η υπογραφή
«- Ο Θεός, έλεγε, έδωσε την υπογραφή του δια την Ελευθερίαν της Ελλάδος και δεν την παίρνει πίσω»
(Γεωργίου Τερτσέτη, Απομνημονεύματα)
Για την Επανάσταση - Ι
«Η Επανάστασις η εδική μας δεν ομοιάζει με καμμιάν απ’ οσαις γίνονται την σήμερον εις την Ευρώπην. Της Ευρώπης αι επαναστάσεις εναντίον των διοικήσεών των είναι εμφύλιος πόλεμος. Ο εδικός μας πόλεμος ήτον ο πλέον δίκαιος, ήτον ΕΘΝΟΣ με άλλο ΕΘΝΟΣ, ήτον με έναν λαόν οπού ποτέ δεν ηθέλησε να αναγνωρισθεί ως τοιούτος, ούτε να ορκισθεί, παρά μόνον ό,τι έκαμνε η βία. Ούτε ο Σουλτάνος ηθέλησε ποτέ να θεωρήσει τον ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΛΑΟΝ ως λαόν, αλλ’ ως σκλάβους. Μιαν φοράν όταν επήραμεν το Ναύπλιον, ήλθε ο Άμιλτον να με ιδεί. Μου είπε ότι: «Πρέπει οι Έλληνες να ζητήσουν συμβιβασμόν και η Αγγλία να μεσιτεύσει''. Εγώ του αποκρίθηκα, ότι: «Αυτό δεν γίνεται ποτέ, ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ή ΘΑΝΑΤΟΣ. Εμείς καπιτάν Άμιλτον, ποτέ συμβιβασμόν δεν εκάμαμεν με τους Τούρκους. Άλλους έκοψε, άλλους εσκλάβωσε με το σπαθί και άλλοι, καθώς εμείς, εζούσαμε ελεύθεροι από γενεά εις γενεά. Ο Βασιλεύς μας εσκοτώθη, καμμία συνθήκη δεν έκαμε, η φρουρά του είχε παντοτεινόν πόλεμον με τους Τούρκους και δυο φρούρια ήτον πάντοτε ανυπότακτα». Με είπε: «Ποία είναι η βασιλική φρουρά του, ποία ειναι τα φρούρια;». – «Η φρουρά του Βασιλέως μας είναι οι λεγόμενοι Κλέφται, τα φρούρια η Μάνη και το Σούλι και τα Βουνά''. Έτσι δεν με ομίλησε πλέον…»
Γεωργίου Τερτσέτη, Κολοκοτρώνη Απομνημονεύματα
Σ.σ. Τ’ ακούτε ορέ … νεο-οθωμανοί γενίτσαροι του ΣΚΑΪ και πληρωμένοι αντεθνικοί κονδυλοφόροι του ΕΛΙΑΜΕΠ, τι λέει ο Γέρος του Μωριά;! ΕΘΝΟΣ με άλλο ΕΘΝΟΣ! Ούτε φτωχολογιά με ολιγαρχία, ούτε ευημερίες και άλλα κουραφέξαλα! Ευτυχώς που ο Τερτσέτης τα έγραψε για να σας τα τρίβουμε στη μούρη!
Για την Επανάσταση - ΙΙ
«Ο κόσμος μας έλεγε τρελούς. Ημείς, αν δεν είμεθα τρελοί δεν θα εκάναμεν την Επανάστασιν, διατί ηθέλαμεν συλλογισθεί πρώτον δια πολεμοφόδια, καβαλλαρία μας, πυροβολικό μας, πυροτοθήκες μας, τα μαγαζιά μας, ηθέλαμεν λογαριάσει την δύναμην την εδική μας, την τούρκικη δυναμη. Τώρα οπού ενικήσαμεν, οπού ετελειώσαμεν με καλό τον πόλεμό μας, μακαριζόμεθα, επαινόμεθα. Αν δεν ευτυχούσαμεν, ηθέλαμε τρώγει κατάρες, αναθέματα. Ομοιάζαμεν σαν να είναι εις ένα λιμένα πενήντα-εξήντα καράβια φορτωμένα, ένα από αυτά ξεκόβει, κάνει πανιά, πηγαίνει ει την δουλειά του και με μια μεγάλη φουρτούνα, με μεγάλο άνεμο, πηγαίνει, πολεί, κερδίζει και λέγουν: «Ιδού άνθρωπος, ιδού παλληκάρια, ιδού φρόνιμος, και όχι σαν εμείς οπού καθόμεθα έτσι δειλοί, χαϊμένοι», και κατηγορούνται οι καπεταναίοι ως ανάξιοι. Αν δεν ευδοκιμούσε το καράβι, ήθελε ειπούν: «Μα τι τρελός, να σηκωθεί με τέτοια φορτούνα, με τέτοιο άνεμο, να χαθεί ο παλιάνθρωπος, επήρε τον κόσμο εις το λαιμό του».
(Γεωργίου Τερτσέτη, Κολοκοτρώνη Απομνημονεύματα)
Σ.σ. Τ’ ακούς αυτά ρε … Γιωργάκη Μνημονάκη, και τολμάς ακόμη να το παίζεις … καπετάνιος της Ελλάδας! Άϊντε ξεκουμπίσου, και τράβα για κανά ζεμπέκικο, κατά Τουρκία μεριά!
Η προσευχή του Κολοκοτρώνη
«Ο Κολοκοτρώνης πρωτοπάτησε το πόδι του στη Μάνη, αρχίζοντας η Επανάσταση. Από κει τράβηξε με Μανιάτες και Μεσσήνιους για την Τριπολιτσά, με σκοπό να την πολιορκήση. Στο δρόμο, με το πρώτο τουφέκι που κάμανε με τους Τούρκους, ο κόσμος άμαχος κι άπειρος φοβήθηκε και σκόρπησε. Οι άλλοι καπεταναίοι είπανε στον Κολοκοτρώνη: «- Τι θα κάμουμε πλειά εδώ; Να πάμε κατά το Λοντάρι, να δούμε τι γίνεται κι εκείνος ο κόσμος.» «- Εγώ δεν πάω πουθενά!» είπε ο Μολοκοτρώνης. «Αν θέλετε σεις τραβάτε. Εγώ θα μείνω ‘δω, να με φάνε τα πουλιά της πατρίδας μου, που με ξέρουνε». Κάθισε μοναχός του συλλογισμένος σε μια πέτρα, και του έβλεπε να φεύγουν. Ύστερα σηκώθηκε και μπήκε σε μιαν εκκλησιά της Παναγιάς, κοντά στο δρόμο, και προσευχήθηκε. «- Παναγία μου, είπε, βοήθα του χριστιανούς να κάμουνε καρδιά να πολεμήσου!» ».
(Φιλήμονος, Δοκίμιον Ιστορικόν περί Της Ελληνικής Επαναστάσεως, τομ. Γ, 1860, σελ. 149’ )
Για το προσκύνημα
«Εις τον καιρόν του προσκυνήματος εφοβήθηκα μόνο δια την πατρίδα μου, όχι άλλη φορά, ούτε εις τα αρχάς, ούτε εις τον καιρόν του Δρλαμαλη, οπού ήλθε με τριάντα χιλιάδες στράτευμα εκλεκτό, ούτε ποτέ, μόνο εις το προσκύνημα εφοβήθηκα. Η Ρούμελη ήταν όλη προσκυνημένη, η Αθήνα πεσμένη, τα ρουμελιώτικα στρατεύματα διαλυμένα, μόνον η Πελοπόννησος ήταν μεινεμένη με τα δύο νησιά, Ύδρα και Σπέτσες, οπού είχαν δύναμη. Ο Κιουταχής είχε πάρει προσκυνοχάρτια, επάσχιζε να πάρει και ο Ιμπραϊμης, δια να τα στείλει εις την Κωνσταντινούπολη, και όταν ή ο μινίστρος της Αγγλίας ή άλλης δυνάμεως εμεσίτευαν εις τον Σουλτάνο δια την Ελλάδα, να τους αποκριθεί: «Ποια Ελλάδα; Η Ελλάς είναι προσκυνημένη, να τα προσκυνοχάρτια τους. Εκτός από μερικοί κακοί άνθρωποι, ιδού οι άλλοι προσκύνησαν» Τότε αι Δυνάμεις δεν είχαν τίποτε να αποκριθούν, και ημείς εχανόμεθα. Διότι, αν δεν πρόφθανα το προσκύνημα, και επροσκύναε η Πελοπόννησος, τότε τι ήθελε κάμει και η Ύδρα και οι Σπέτσες; Ήθελε χαθούν. Εβάσταξα τον κόσμο έως ότου έγινε η ναυμαχία εις το Νεόκαστο [ Σ.σ. η ναυμαχία του Ναυαρίνου], ήλθεν ο Κυβερνήτης και η εκστρατεία των Φραντζέζων. Εις τα 1826 αρχίνησα δια να θαρρύνω τον κόσμον, και έφτιασα τα σπίτια απ’ έξω από το κάστρο, και πύργο, και ο κόσμος έλεγε, ότι αν ο Κολοκοτρώνης δεν ήξευρε ότι θα ελευθερωθούμε, δεν έκτιζε σπίτια, ούτε έβαζε αμπέλια σ’ εθνική γη. Και δια να ιδεί ο κόσμος αυτόν, ότι έκανε σπίτια, εμψυχώνετο κόσμος, ελάμβανε ελπίδες, και έτσι τους ενθάρρυνα».
(Γεωργίου Τερτσέτη, Κολοκοτρώνη Απομνημονεύματα)
Σ.σ. Τ’ ακούτε ορέ προσκυνημένα τομάρια της Παγκόσμιας Τάξης; Αυτή θα ‘ναι η μοίρα σας: «Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους».
Για την απειθαρχία των Ελλήνων
«Η αρχηγία ενός στρατεύματος ελληνικού ήτον μία τυραννία, διτί έκαμνε και τον αρχηγό, και τον κριτή, και τον φροντιστή, και να του φεύγουν κάθε ημέρα και πάλι να έρχονται. Να βαστάει ένα στρατόπεδο με ψέμματα, με κολακείες, με παραμύθια. Να του λείπουν και ζωοτροφίες και πολεμοφόδια, και να μην ακούν και να φωνάζει ο αρχηγός. Ενώ εις την Ευρώπην ο αρχιστράτηγος διατάττει τους στρατηγούς, οι στρατηγοί τους συνταγματάρχας, οι συνταγματάρχαι τους ταγματάρχας, και ούτω καθεξής. Έκανε το σχέδιό του και εξεμπέρδευε. Να μου δώσει ο Βελιγκτών [Σ.σ. ο στρατηγός Ουέλινγκτον νικητής του Ναπολέοντα στο Βατερλώ], σαράντα χιλιάδες στράτευμα το εδιοικούσα, αλλ’ αυτουνού να του δώσουν πεντακόσιους Έλληνας δεν ημπορούσε ούτε μια ώρα να τους διοικήσει. Κάθε Έλληνας είχε τα καπρίτσια του, το θεό του, και έπρεπε να κάμει κανείς δουλειά με αυτούς, άλλον να φοβερίζει, άλλον να κολακεύει, κατά τους ανθρώπους»
(Γεωργίου Τερτσέτη, Κολοκοτρώνη Απομνημονεύματα)
Σ.σ. Τίποτε δεν άλλαξε σε τούτον τον τόπο από το 1836 που ο Γέρος διηγήθηκε τα παραπάνω… .
Τα σαμάρια
«Ο Γέρος της Πελοποννήσου, ο στρατηγός Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ηρέσκετο, ω και πολοοί άλλοι του αγώνος άνδρες διαπρεπείς, ένα εν παροιμίαις λαλή. Κατά τον φόνον του Κυβερνήτου είπε τον εξής σημαντικόν μύθον εν μέσω των χαιρόντων ότι απηλλάγησαν του τυράννου.
«Απεφάσισαν ποτέ τα γαϊδούρια, νομίζοντα ότι κατά τον τρόπον αυτόν θα απαλλαγώσιν από την εργασίαν, να φονεύσωσι τον σαμαρτζήν, ώστε οι άνθρωποι μη έχοντες σαμάρια, να μη τα φορτώνωσι πλέον. Το είπαν και το έκαμαν. Τότε οι άνθρωποι προσεκάλεσαν τον κάλφαν του σαμαρτζή και του παρήγγειλαν να κατασκευάση σαμάρια, και τα δυστυχή γαϊδούρια όχι μόνον εδούλευαν όπως και πρότερον, αλλά είχον και πληγάς εις την ράχην, καθόσον ο κάλφας, ως πρωτόπειρος, έκαμνε τα σαμάρια ελεεινά και άθλια. Και τότε τα γαϊδούρια ενθυμήθηκαν τον σαμαρτζή, αλλά ήτον πλέον αργά»».
(Περιοδικό «Παρθενών», 31-12-1878, και Γεώργιος Τερτσέτης «Άπαντα»)
Σ.σ. Αυτή η παραβολή του Γέρου μου θυμίζει την … ανεπανάληπτη επιλογή του Ελληνικού λαού, το 2009. Πήγε να πετάξει το σαμάρι και βρέθηκε καταπληγωμένος! Οσονούπω δε και ξεβράκωτος!
Της Πατρίδας η πληρωμή
«Επήγαινα (διηγέται ο ίδιος) εις την τέντα μου κι έτρωγα λίγο ψωμί. Μου είπε (κάποιος φίλος του=: «-Άιντε Κολοκοτρώνη, παιδεύσου, παιδεύσου και η πατρίς σου θέλει σε ανταμείψει» Εγώ του αποκρίθηκα ότι «- Εμένα η Πατρίς θα πρωτοεξορίση» ».
(«Ο Γέρων Κολοκοτρώνης», Αθήνα 1851, σελ. 84)
Η δίκη και η καταδίκη του
«Όταν σαράντα χωροφύλακες με τον Μοϊραρχον επήγαν, νύκτα, να τον πάρουν από το περιβόλι του, είπε: «- Έφθανε να μου στείλουν ένα σκυλί μαλλιαρό από εκέινα οπού κάνουν θελήματα, με ένα γράμμα να πάω εις τα¨Ανάπλι και με ένα φανάρι εις το στόμα του να μας φέγγη και των δυωνών μας.» ».
(Γεωργίου Τερτσέτη, Απομνημονεύματα)
«Όταν εις το Βουλευτικόν (δικαστήριον) του ανεγνώσθη η απόφασις θανάτου είπε: «- Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου.» Το είπεν με φωνήν άτρεμην, έκαμε τον σταυρόν του και επήρε μία πρέζα ταμπάκο».
(Γεωργίου Τερτσέτη, Απομνημονεύματα)
«Όταν έπειτα από την καταδίκην του του εδόθη εϊδησις ότι ο Βασιλεύς του χαρίζει τη ζωήν και μόνον τον αφίνει είκοσι χρόνους φυλακή, είπε: «- Θα γελάσω τον Βασιλέα, δεν θα ζήσω τόσους.»».
(Γεωργίου Τερτσέτη, Απομνημονεύματα)
Οι εχθροί του
«Ο Πρόεδρος της Αντιβασιλείας Άρμανσπεργ είπεν εις τον Γεροκολοκοτρώνην: «- Έχετε, Στρατηγέ, πολλούς εχθρούς.» «- Ναι, τω παρετήρησεν Κολοκοτρώνης, είχον και έχω πολλούς, αλλά δύο μόνοι μου ήσαν και είναι οι μεγαλύτεροι και θανασιμώτεροι εξ όλων των εχθρών μου» «- Και ποίοι είναι ούτοι;» ηρώτησε μετά θαυμασμού ο Άρμασπεργ. «- Είναι, απεκρίθη ο Κολοκοτρώνη, ο ένας το όνομά μου και ο άλλος αι εκδουλεύσεις μου». «- Έχετε δίκαιον, Σταρτηγέ!», ωμολόγησεν ο Άρμασπεργ».
(Εφημερίδα «Εβδομάς», 24-11-1848)
Η αγραμματοσύνη του και η πίστη του στην Παιδεία
«Ο Γέρο-Κολοκοτρώνης δεν ήξευρε να διαβάζη, δεν ήξευρε να γράφη, ή να εξηγηθώ ορθότερα μόλις ήξευρε να διαβάζη, και το κονδύλι δεν πήγαινε μακρύτερα από όσα ψηφία ζωγραφίζουν το όνομά του».
(Γεωργίου Τερτσέτη, Απομνημονεύματα)
«Κτιζομένου του Πανεπιστημίου, ο βασιλεύς διήλθεν εκείθεν έφιππος και είδε τον Κολοκοτρώνην εξηπλωμένον με την κάπαν του εις τον ήλιον εκεί προ του Πανεπιστημίου. Ο Κολοκοτρώνης, όταν είδε τον Βασιλέα, εσηκώθη. Ο δε Όθων του είπε: «- Πως σας φαίνεται, Στρατηγέ, αυτό το μεγάλο σχολείον που κτίζομεν;» «- Να, σου πω, Μεγαλειότατε, μου φαίνεται ότι τούτο δε δεν έπρεπε να κτισθή κοντά εις εκείνο (και έδειξε το Παλάτι), διότι φοβούμαι ότι τούτο θα φάη εκείνο» ».
(Εφημερίδα «Εστία», 9-10-1896, αναδημοσίευσις διηγήσεως του αυλάρχη Νοταρά )
«Ο Κολοκοτρώνης μία μέρα στο σπίτι του, στην Αθήνα, σεριάνιζε στην κάμαρα, ενώ το παιδί του ο Κολίνος έγραφε. Σταμάτησε μονομιάς και τονέ ρωτάει: «- Κουλίνε, ποιο νομίζεις είναι το εθνικό σπίτι της Ελλάδος;» Ο Κολίνος του αποκρίθηκε αμέσως: «- Το παλάτι του βασιλέως» «- Το παλάτι του βασιλέως; Όχι!» είπε ο Κολοκοτρώνης «- Το Πανεπιστήμιο» ».
(Γεωργίου Τερτσέτη, Απομνημονεύματα)
Σ.σ. Το ακούσατε ρε … τενεκέδες! Το Πανεπιστήμιο είναι το Εθνικό Σπίτι της Ελλάδος! Δεν είναι άσυλο για λαθρομετανάστες, ρε κοπριτόσκυλα!
Από τον περίφημο λόγο του στην Πνύκα (7-10-1838) - Ι
«Οι παλαιοί Έλληνες, οι πρόγονοί μας, έπεσαν εις την διχόνοιαν και ετρώγονταν μεταξύ τους, και έτσι έλαβαν καιρόν πρώτα οι Ρωμαίοι, έπειτα άλλοι βάρβαροι, και τους υπέταξαν. Ύστερα ήλθαν και οι Μουσουλμάνοι και έκαμαν ό,τι ημπορούσαν διά να αλλάξει ο λαός την πίστη του. Έκοψαν γλώσσες εις πολλούς ανθρώπους, αλλ' εστάθη αδύνατο να το κατορθώσουν. Τον ένα έκοπταν, ο άλλος τον σταυρόν του έκαμε...».
(Εφημερίδα "Αιών", 13-11-1838)
Σ.σ. Το βιβλίο Γλώσσας της Στ΄ Δημοτικού, γ΄ τεύχος, σελίδα 105, φιλοξενεί απόσπασμα του λόγου στην Πνύκα. Το κείμενο λογοκρίθηκε από το σημείο που λέει ο Γέρος του Μοριά «Ύστερα ήλθαν οι Μουσουλμάνοι» .... ένας τον σταυρόν του έκαμε». Πού να 'ξερε ο καπετάνιος ότι τα τωρινά απολειφάδια θα υπέγραφαν προσκυνοχάρτι - μνημόνια καλής συνεργασίας με τους Μεμέτηδες, και θα μίλαγαν ότι είναι “αστείο” τα περί συνέχειας του Ελληνικού Έθνους! Πήρατε την απάντηση, βρε ανιστόρητα ζωντόβολα;
Από τον λόγο του στην Πνύκα - ΙΙ
«Εγώ, παιδιά μου, κατά κακή μου τύχη, εξ αιτίας των περιστάσεων, έμεινα αγράμματος και δια τούτο σας ζητώ συγχώρεση, διότι δεν ομιλώ καθώς οι δάσκαλοί σας. Σας είπα όσα ο ίδιος είδα, ήκουσα και εγνώρισα, διά να ωφεληθήτε από τα περασμένα κι από τα κακά αποτελέσματα της διχόνοιας, την οποία να αποστρέφεσθε, και να έχετε ομόνοια. Εμάς μη μας τηράτε πλέον. Το έργο μας και ο καιρός μας επέρασε και οι μέρες της γενιάς που σας άνοιξε το δρόμο, θέλουν σε λίγο περάσει. Την ημέρα της ζωής μας θέλει διαδεχθεί η νύκτα του θανάτου μας ... Εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο όπου ημείς ελευθερώσαμε και δια να γίνει τούτο, πρέπει να έχετε ως θεμέλια της Πολιτείας την ομόνοια, την θρησκεία, την καλλιέργεια του θρόνου και την φρόνιμον ελευθερία.».
(Εφημερίδα "Αιών", 13-11-1838)
Σ.σ. Ζήτησε συγχώρεση που ήταν αγράμματος ποιος;! Αυτός που ελευθέρωσε την Ελλάδα, αυτός που είδε το γιο του Πάνο νεκρό στις εμφύλιες συγκρούσεις, αυτός που καταδικάστηκε σε θάνατο από την Αντιβασιλεία, που φυλακίστηκε, που κατηγορήθηκε άδικα… Και από ποιους; Από τους μαθητές του Γυμνασίου Αθηνών, που σπούδαζαν λεύτεροι χάρη στους αγώνες του και στην πεποίθησή του στην νίκη της Επανάστασης! Κι βρίσκεται εκεί ένας … τυχάρπαστος Πάγκαλος, να λέει “αγράμματους” τέτοιους άνδρες! Η … παλιολινάτσα, η επιτομή της προβοκάτσιας!
Τι γίνονται τα χρήματα
«Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης έκαμε και Σύμβουλος της Επικρατείας επί Όθωνα. Το 1838 ο Υπουργός των Οικονομικών υπόβαλε στο Συμβούλιο τον Προϋπολογισμό. Τότε σηκώθηκε ο Κολοκοτρώνης και ρώτησε: «- Πόσα είναι τα έσοδα;» «- Δεκαπέντε εκατομμύρια», είπε ο Υπουργός. «- Εγώ ξέρω, αποκρίθηκε ο Στρατηγός, πως ο λαός πληρώνει εικοσιπέντε κατομμύρια. Τι γίνονται τα’ άλλα δέκα; Καταλαβαίνετε μονάχοι τι γίνονται!» ».
(Γεωργίου Τερτσέτη, Απομνημονεύματα)
Σ.σ. Τα κλέβουν, όπως και σήμερα! 170 χρόνια τώρα τον ρημάζουν τον Έλληνα.
Η γκιλοτίνα
«Εγίνετο λόγος εις το Συμβούλιον του Κράτους να καταργηθή η γκιλοτίνα. «- Όχι, δεν θέλω!» είπε γελώντας. «- Αλλά να δοκιμάσετε και εσείς την τρομάρα της!» Εγέλασαν και οι άλλοι συνάδελφοί του».
(Γεωργίου Τερτσέτη, Απομνημονεύματα)
Συμπεθεριά
«Ο γιος του Κολοκοτρώνη Κολίνος πήρε γυναίκα την εγγονή του πρίγκηπα της Βλαχίας Καρατζά Φαναριώτη. Ο Κολοκοτρώνης σ’ όσους τον ευχότανε για το γάμο έλεγε: «- Συμπεθέρεψε η Γούνα με την Κάπα, το Μέστι με το Τσαρούχι, ο Αφέντης των Βλάχων με το Γέρο των βλάχων!» ».
(Μ.Οικονόμου, Ιστορικά της Ελληνικής Παλλιγγενεσίας, 1874, σελ. 494)
Ο θάνατός του
Αθήναι τη 4η Φεβρουαρίου 1843,
Γενναιότατε Κύριε Κουμπάρε!
Λυπηράν και όλως απαρηγόρητον αγγελίαν Σας φέρει η παρούσα μου. Ο Σεβαστός μας γέρων Κολοκοτρώνης, όστις χθες το σπέρας ήτον εις τον Βασιλικόν χορόν, προσεβλήθη καθ’ ύπνον από αποπληξίαν, περί την τετάρτην ώραν της νυκτός. Μόλις εγνώρισαν τούτον οι εν τη οικία ότε ουδεμία ήτον πλέον ελπίς. Οι ικανώτεροι των ιατρών έσπευσαν να του δώσουν βοήθειαν με φλεβοτομίας, βδέλλας, συνασπίσματα εις τους πόδας, χιόνας εις την κεφαλήν και άλλα, αλλ’ εις μάτην τα πάντα, ο αοίδιμος, άφωνος και μόλις πνέων, περί την ενδεκάτην ώραν προ μεσημβρίας έλειψε του να είναι μεταξύ των ζώντων. Ίσως ο μακαρίτης ητήσατο απ τον τοσούτον δοξάσαντα αυτόν ύψιστον Θεόν το να υπανδρεύση και τον Κολοκοτρώνην Κωνσταντίνον [ τον επονομαζόμενο Κουλίνο ] και ν’ αποθάνη. Ο Γέρων μας δεν είναι πλέον μεταξύ μας, εις την άλλην ζωήν μας περιμένει! Ας ευχώμεθα όθεν προς Κύριον ίνα αναπάυση αυτόν ει τας αιωνίους μονάς αγίων.
Ο κουμπάρος Σας Α.Καρδαράς
Κύριον Δ.Τζοκρην, Συνταγματάρχην, Εις Άργος
Η Πατρίδα που αυτός και οι άλλοι Αγωνιστές του 1821 θεμελίωσε, έστερξε να τον τιμήσει με τον περίφημο ανδριάντα του μπροστά από την Παλαιά Βουλή, στην γνωστή πια Πλατεία Κολοκοτρώνη. Στη βάση του ανδριάντα του, ο προσεκτικός διαβάτης διαβάζει το εξής:
Έφιππος χώρει, Γενναίε Στρατηγέ, ανά τους αιώνας διδάσκων τους λαούς πώς οι δούλοι γίνονται ελεύθεροι!..
ΑΘΑΝΑΤΟΣ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου